Σειρήνων Άσμα

Σειρήνων Ἄσμα(sp016)

Θεοχάρης Κάτος, Ευθαλία Νόστου

Τὰ ποιήματα ἐδῶ δὲν θέλουν νὰ διαβασθοῦν·
τὰ ’χομεν κλεῖσει μέσα σὲ ξύλον, ἄμμον καὶ πήλινον οὖς.
Ὅποιος θελήσῃ νὰ τὰ εὑρεῖ, ἀς σκάψῃ.
Τὰ λόγιά μας δὲν εἶναι τυπωμένα, εἶναι θαμμένα γιὰ νὰ ζήσουν.

Τὸ «Σειρήνων Ἄσμα» δὲν ἀνήκει σὲ καμιὰ τέχνη μόνη.
Εἶναι γλυπτό, ποίημα, καὶ ἀντικείμενο ἅμα·
ἕνα τεκμήριον ἐμπειρίας, ἐνδιάμεσο ἀνάμεσα στὴν ὕλη καὶ στὴ μνήμη.

Ὡς γλυπτό, φέρει βάρος, φθορὰ, ἄμμον, χρυσόν —
σώμα ποὺ θυμᾶται τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.

Ὡς ποίημα, ἀναπνέει χωρὶς νὰ διαβάζεται·
εἶναι λόγος θαμμένος, σιωπὴ ποὺ θερμαίνεται ὑπὸ γῆν.

Ὡς ἀντικείμενον, δὲν ἐκτίθεται, ἀλλὰ περιέχει·
ὅπως λείψανον ἢ φυλακτόν, ζητεῖ νὰ διασωθῇ, ὄχι νὰ ἐξηγηθῇ.

Ἔτσι, τὸ ἔργον γίνεται
ποιητικὸ ἀντίκειμενον μεταφυσικῆς μνήμης
μνήμες ποὺ ἀντὶ νὰ ἀναγγέλλονται,
ἀκούουν τὴν σιωπή.

Θαμμένα ποιήματα· ὦτα παγωμένα, καὶ σιωπὴ ἀντὶ λόγου.

 

«Δὲν ἐκάμαμεν ἔργον μὲ ἀρχὴν καὶ τέλος. Ἔμεινε ὅ,τι ἀπέμεινεν ἀπὸ τὴν φθορά· τεκμήριον, ἀπομεινάρι ποὺ ἀντιστέκεται εἰς τὸν θάνατον. Τὰ ἔργα μας δὲν τελειοῦνται, διότι δὲν ἐπιδεικνύονται· ἀναπνέουν ὑπὸ γῆν, ὅπου ἔτι ἡ μνήμη θερμαίνει τὴν σιωπήν.»